-
1 ἐπαΐω
Aἐπήϊσα Hdt.9.93
, A.R. Il.cc.: (v. ἀΐω, εἰσαΐω):—give ear to,θεῶν οὐδὲν ἐπαΐοντες A.Supp. 759
(lyr.), cf. E. l. c.; hear,τῆς φωνῆς Plu.Brut.16
.2 perceive, feel, τι Pi.Fr.75.15 (v.l. ἐπάγοισιν); θεοὶ ἔναιμοί τε καὶ σαρκώδεες καὶ ἐπαΐοντες σιδηρίων Hdt.3.29
;δηγμάτων Ael.NA1.5
;τῶν ὄντως ἀγαθῶν Hierocl. in CA24p.472M.
: c. part.,καταγελώμενος οὐκ ἐπαΐεις Ar.V. 516
;ὥστε μηδὲ θιγγανόμενος ἐπαΐειν Hp.Prorrh.2.16
; ἂψ ἀνιόντας, αὐτοὺς παριόντας, A.R.1.1023, 2.195: abs., ὡς ἐπήϊσε when he perceived it, Hdt.9.93.3 understand, c. acc., ; esp. of persons under instruction, ἐπαΐονθ' ὁποῖός ἐστι τῶν ῥυθμῶν κατ' ἐνόπλιον κτλ., Ar.Nu. 650;ἐ. τό τε καλὸν καὶ μή Pl.Lg. 701a
;ἐ. τίς πολιτεία συμφέρει Arist.Rh. 1360a31
;ἐ. τι τῆς Πωμαίων γλώσσης Luc.Laps.13
, etc.4 to have knowledge of any subject, to be an expert in such subjects,οὓς ἂν οἴωμαί τι τούτων ἐπαΐειν Pl.Tht. 145d
;τοὺς μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντας Id.Prt. 327c
; ὁ ἐπαΐων περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων, i.e. a moral philosopher, Id.Cri. 48a;ἐπαΐεις οὐδὲν περὶ γυμναστικῆς Id.Grg. 518c
, cf. Ap. 19c, R. 598c, Hp.Ma. 289e: abs., , Phdr. 275e;τὸ εἰδέναι καὶ τὸ ἐ. Arist.Metaph. 981a24
. -
2 επαιω
стяж. ἐπᾴω Eur. (aor. ἐπήϊσα Her.)1) слушать, вниматьθεῶν οὐδὲν ἐπαΐοντες Aesch. — не внемлющие богам;
2) воспринимать, ощущать, слышать(τῆς φωνῆς Plut.)
ἐπαΐων σιδηρίων Her. — чувствительный к железным орудиям, т.е. уязвимый для них;καταγελώμενος οὐκ ἐπαΐεις Arph. — ты не замечаешь, что над тобой смеются3) понимать(βάρβαρον γλῶσσαν Soph.; μηδέν τινος и οὐδὲν περί τινος Plat.)
ὅ ἐπαΐων Plat. — знающий толк, знаток
См. также в других словарях:
επαΐω — (Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω) νεοελλ. αρχ. η μτχ. επαΐων, επαΐοντες οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες αρχ. 1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.) 2. αντιλαμβάνομαι,… … Dictionary of Greek
κυνοθαρσής — ή κυνοθρασής, ές (Α) θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ θαρσής λυκο θαρσής] … Dictionary of Greek